ψωριάρικος

ψωριάρικος
-η, -ο
βλ. ψωριάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψωριάρικος — η, ο, Ν [ψωριάρης] 1. (ιδίως για ζώο) ψωραλέος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψωριάρικο κακομοιριασμένο ζώο («τί τό έφερες εδώ αυτό το ψωριάρικο;») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”